Οι γνώσεις και η καλλιέργειά του, το γεγονός ότι άλλη είναι βασική του δραστηριότητα (με άλλα λόγια, δεν ανήκει στη χορεία των υπερπαραγωγικών σκηνοθετών που παρουσιάζουν τρία και τέσσερα έργα σε μία σεζόν...), καθώς και μερικές αξιόλογες παραστάσεις που έχει σκηνοθετήσει κατά το παρελθόν («Οι Εμποροι» του Ζοέλ Πομερά το 2010, «Πόλη-Κράτος» το 2012, «Κύκλοι/Ιστορίες», πάλι του Πομερά το 2013, «Σχέδιο για Ηλέκτρα-Σχέδιο για Ιφιγένεια» του Γιώργου Βέλτσου το 2014 κ.ά.), δικαιολογούν την προσδοκία μιας τουλάχιστον ενδιαφέρουσας σκηνικής πρότασης. Η οποία, μάλιστα, πρωτοπαρουσιάστηκε πέρυσι στο πλαίσιο του προγράμματος
«Εγώ, ο ξένος» του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, «με στόχο να αναδείξει θέματα διαφορετικότητας, σημαντικά κείμενα πάνω στην ιδέα του “Αλλου”, να συντονιστεί με φλέγοντα κοινωνικά και πολιτικά θέματα της εποχής».
Τίποτα εξ όσων προσδοκάς, δεν δικαιώνεται στο Από Μηχανής Θέατρο.
Η ιστορία της «Απειλής» αφορά ένα ζευγάρι, που ζει αυτοαποκλεισμένο στο διαμέρισμά του. Οταν εκείνος πάει στη δουλειά του, εκείνη περνάει τη μέρα της βλέποντας τηλεόραση – έχει χρόνια να βγει από το σπίτι. Οταν εκείνος επιστρέφει, πάλι μπροστά στην τηλεόραση περνούν τις ώρες τους. Ωσπου ήχοι, ομιλίες και κλάματα μωρού βεβαιώνουν την εγκατάσταση ενοίκων, και μάλιστα ξένης εθνικότητας, στο διπλανό, άδειο για πολλά χρόνια, διαμέρισμα. Η «ισορροπία» της ζωής τους διαλύεται και αρχίζουν να οχυρώνονται, με τη βεβαιότητα ότι οι δίπλα θα τους κάνουν κακό. Ενα πιστόλι εμφανίζεται, κι όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η φαινομενική δύναμη που παρέχει το όπλο, ενισχύει την οργή και τη βία μέσα τους, παρεκτρέποντας τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους σε παράλογες ιδέες και αντιδράσεις.
Στο σκεπτικό με το οποίο η κριτική επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού βράβευσε το έργο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται το εξής: «Πρόκειται για ένα έργο που επικοινωνεί με το σήμερα, ισορροπεί ανάμεσα στη δραματικότητα και στη φαιδρότητα της καθημερινότητας, δεν εξωραΐζει καταστάσεις και τοποθετείται ιδεολογικά με σαφήνεια απέναντι σε ένα από τα μείζονα προβλήματα της κοινωνίας μας».
Η κριτική αποτίμηση μπορεί να είναι υποκειμενική υπόθεση, αλλά πατάει σε αντικειμενικά κριτήρια. Αναφορικά με την «Απειλή», σίγουρα δεν ανήκει στα αντικειμενικά κριτήρια το ότι «τοποθετείται ιδεολογικά με σαφήνεια» απέναντι στο μείζον πρόβλημα που είναι οι ξένοι στην ελληνική κοινωνία. Γιατί οι ξένοι εδώ λειτουργούν ως μοχλός που εκτροχιάζει μία ήδη προβληματική συνθήκη, τον παρανοϊκό αυτοεγκλεισμό των δύο προσώπων, που είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την άφιξη των ξένων γειτόνων. Το πρόβλημά τους είναι υπαρξιακό, δεν είναι «ιδεολογικό».
Και ας μου επιτραπεί να αμφιβάλλω αν, και κατά πόσον, η «Απειλή» επικοινωνεί με το σήμερα, δηλαδή με την πραγματική ζωή. Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και δίπλα μας είναι πολύ πιο σύνθετα και δραματικά απ’ ό,τι βλέπουμε στη σκηνή. Δύο αληθινά παραδείγματα το επιβεβαιώνουν.
Περίπτωση 1η: Ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος στα Πατήσια, ο οποίος δαπάνησε 2.500 ευρώ για βαψίματα και τη βασική συντήρησή του προκειμένου να το νοικιάσει, το νοικιάζει σ’ έναν άνθρωπο ξένης εθνικότητας. Ο ενοικιαστής δεν πλήρωσε ποτέ ούτε ένα ενοίκιο και δεν απάντησε ποτέ στις κλήσεις του ιδιοκτήτη, που φοβόταν να πάει να χτυπήσει την πόρτα, με τη σκέψη ότι μπορεί να ήταν άλλοι δέκα μέσα και η κατάσταση να παρεκτρεπόταν. «Δεν ξανανοικιάζω σε ξένους», λέει σήμερα. Είναι φασίστας και ρατσιστής;
Περίπτωση 2η: Μία γυναίκα στη Σάμο εργάζεται ως καθαρίστρια στο hotspot του νησιού, με μισθό 490 ευρώ. Εκτίθεται καθημερινά σε πλήθος μικροβίων και ακαθαρσιών, αφού ο καταυλισμός έχει χωρητικότητα 900 ανθρώπων και μένουν περισσότεροι από 3.000. Το χειρότερο, όμως, είναι άλλο: είναι οι συμπεριφορές που υφίσταται από τους φιλοξενούμενους μετανάστες/πρόσφυγες. Οι κοροϊδίες τους. Ή που πετούν τα κουτάκια των αναψυκτικών κάτω, μπροστά της, και της τα δείχνουν για να τα μαζέψει. «Σε κάνουν ρατσιστή – κι αυτό δεν είναι καλό, γιατί όλοι είμαστε μυρμήγκια του Θεού», μου είπε με την αγράμματη σοφία της.
Το πρόβλημα «Ξένος» στη χώρα μας είναι τόσο πολυεπίπεδο, με τόσες αντικρουόμενες διαστάσεις, που δεν σηκώνει επιφανειακές, ψευτο-ανθρωπιστικές προσεγγίσεις από τους καλλιτέχνες του θεάτρου. Αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα της «Απειλής». Ακολουθώντας την «παράδοση» του πιντερικού θεάτρου, το έργο δεν έχει κάποια αρετή που να δικαιολογεί γιατί γράφτηκε. Από τη στιγμή που η Λούλα Αναγνωστάκη έγραψε την «Πόλη» το 1965, είναι νομίζω φυσικό, 50 χρόνια μετά, να περιμένεις κάτι που να προχωρεί τη θεατρική γραφή παρακάτω. Να περιμένεις να δεις να ανεβαίνει στη σκηνή, λ.χ., το «Privatopia» (2013) της Μαρίας Ευσταθιάδη.
Αν κάτι αξίζει να προσέξει ο θεατής σ’ αυτήν την παράσταση είναι η ερμηνεία της Αιμιλίας Βάλβη. Δυστυχώς γι’ αυτήν, όμως, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου που ανέλαβε τον ρόλο του συζύγου, έμοιαζε εντελώς ακαθοδήγητος, με αλλοπρόσαλλες εντάσεις, και παίξιμο ερασιτέχνη. Τα ρούχα που διάλεξε η Αση Δημητρουλοπούλου ήταν άθλια κι όσο για το σκηνικό, τι να πω; Ενα σκαμπό αντί για καναπέ; Μία οθόνη υπολογιστή αντί για τηλεόραση; Και σωσίβια που χρησιμοποίησαν, λέει, πρόσφυγες από τη Συρία (προσφορά του Δήμου Μυτιλήνης στην παράσταση...), περιμετρικά του σκηνικού χώρου; Μόνο κακόγουστη μπορώ να χαρακτηρίσω την επιλογή.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου