Μικρό ημερολόγιο συνόρων
εκδ. Επίκεντρο, σελ. 192
Ξαναβρίσκω το βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του με την ίδια συγκίνηση της πρώτης ανακάλυψης. Και με τη θλιβερή, βέβαια, γνώση ότι σε αυτόν τον άνθρωπο που έζησε είκοσι πέντε χρόνια στη χώρα μας, σπούδασε εδώ, δίδαξε εδώ, έγραψε στη γλώσσα μας –μετείχε, με δυο λόγια, της «ημετέρας παιδεύσεως»– η Ελλάδα αρνήθηκε την υπηκοότητα, καταδικάζοντάς τον να παραμείνει διά βίου μετανάστης, όμηρος μιας εθνικιστικής, κοντόφθαλμης και εκδικητικής διοίκησης. Το ξαναδιαβάζω με τον ίδιο θαυμασμό. Σαν μαρτυρία μιας δύσκολης διάβασης, όχι απλώς γεωγραφικής ή πολιτισμικής, μιας διάβασης ψυχικής, με βαρύ κόστος, και κέρδος ανεκτίμητο την εσωτερική ελευθερία.
Το θέμα του βιβλίου, μιας μυθοπλασίας με πυκνές αυτοβιογραφικές αναφορές, είναι τα σύνορα κάθε λογής, εσωτερικά και εξωτερικά. Ο νεαρός Αλβανός της ιστορίας έχει πολλά σύνορα να διαβεί: εκείνα που όριζαν τη ζοφερή εσωτερική φυλακή, το ολοκληρωτικό καθεστώς, τις «απαγορευμένες ζώνες», περιοχές που εκτείνονταν σε απόσταση τριάντα - σαράντα χιλιομέτρων από τα σύνορα της Αλβανίας και λειτουργούσαν, καθώς γράφει ο Καπλάνι, «ως ανεπίσημα σύνορα των επίσημων συνόρων». Τα αναγνωρισμένα κρατικά σύνορα της χώρας του, τέλος, που για δεκαετίες δεν μπορούσες «ούτε να τα δεις, ούτε να τα αγγίξεις». Κι ύστερα, στη χώρα της υποδοχής, τα σύνορα της ξενιτιάς, σύνορα της γλώσσας, των στερεοτύπων, των νοοτροπιών. Αν ο μετανάστης καταφέρει να πει «έφτασα», θα είναι σαν να λέει «τα κατάφερα» – μια φράση που ηχεί εντός του σαν κατηγορική προσταγή. Ομως, τις περισσότερες φορές, κάθε άφιξη είναι και η αφετηρία ενός νέου ταξιδιού. Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ζυγισμένο, χωρίς να εκτρέπεται σε μελοδραματισμούς.
Ο αφηγητής αρνείται να θυματοποιηθεί, γνωρίζει πως ο αυτοοικτιρμός θα τον βυθίσει βαθύτερα στην αυτοαναίρεση. Δεν θέλει να δηλητηριαστεί από μνησικακία και επιθετικότητα απέναντι στην κοινωνία υποδοχής. Δεν θέλει, καθώς γράφει, «να γλιστράει κάθε μέρα στο υπόγειο της κοινωνίας, όπου το σκοτάδι αρκεί και περισσεύει», όπου «παραμονεύει ο μεγάλος κίνδυνος να ενδώσει στο σκοτάδι αυτό». Δεν θέλει επίσης (και είναι σημαντικό αυτό) να αποτελέσει το πειθήνιο μέλος μιας πληθυσμιακής ομάδας που, ιδίως κατά την κρίσιμη δεκαετία του ’90, απαξιώθηκε συστηματικά, μέσω της απόδοσης σε αυτήν χαρακτηριστικών ομοιογένειας και μάλιστα παραβατικής ομοιογένειας. Αυτό που θέλει είναι να καταδείξει ότι η αναπαράσταση των Αλβανών ως κατ’ εξοχήν παραβατικής ομάδας (μια αναπαράσταση που διασφάλιζε για χρόνια τον ρόλο των Αλβανών μεταναστών ως πηγής χαμηλόμισθης και ανασφάλιστης εργασίας) δεν συγκροτεί μονάχα την ομάδα αυτή, αλλά, μέσα από τις ίδιες διαδικασίες συγκροτεί και την ελληνική κοινωνία ως μια κοινωνία υπό συνεχή απειλή, ανασφαλή, ετεροπροσδιοριζόμενη.
«Αυτοί που σε φοβούνται περισσότεροι είναι εκείνοι που συνήθως διαβάζουν λίγο και βλέπουν πολλή τηλεόραση», γράφει. «Εκείνοι πιάνονται με λύσσα από τα εθνικά χαρακτηριστικά ή από οποιαδήποτε χαρακτηριστικά, γιατί θέλουν να μη χαθεί αυτή η ευλογημένη διαφορά ανάμεσα στον ανώτερο και στον κατώτερο, η μόνη διαφορά που τους κάνει να νιώθουν πως δεν βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας».
Η ώριμη λογοτεχνική και πολιτική φυσιογνωμία του συγγραφέα εκφράζεται με μια αντίστοιχα ώριμη γλώσσα. Τα ελληνικά του, λαγαρά και ξάστερα, είναι τα ελληνικά όλων μας. Στο πρόσωπό του, ωστόσο, συμφύονται η καταγωγική και η αναδεκτή κουλτούρα. Ο Καπλάνι δεν θέλησε να αφομοιωθεί, παρά να ενταχθεί, διεκδικώντας την αυτονομία του, δεν θέλησε να γίνει Ελληνας, να απεμπολήσει την αλβανική κουλτούρα του, ούτε όμως και να παραμείνει Αλβανός, αδιαπέραστος στα ερεθίσματα της χώρας που τον υποδέχθηκε. Είναι ένα έξοχο παράδειγμα «δια-πολιτισμού»: ένας διανοούμενος που ενσωματώνει νέους κώδικες, χωρίς να απολέσει τον παλιό. Το βιβλίο του είναι μια βαθιά ηθική χειρονομία που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου